- καραβοφάναρο
- τοναυτ. πλοίο που χρησιμεύει ως πλωτός φανός, πυρσωρίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… … Dictionary of Greek
πυρσωρίδα — η, / πυρσωρίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. ναυτ. μικρό σκάφος ειδικής κατασκευής το οποίο φέρει φάρο και είναι μόνιμα αγκυροβολημένο σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές για να επισημαίνει κινδύνους και να διευκολύνει τη ναυσιπλοΐα, αλλ. καραβοφάναρο μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
φαρόπλοιο — το, Ν ναυτ. μικρό πλοίο ειδικής κατασκευής που φέρει φάρο και είναι μόνιμα αγκυροβολημένο σε ορισμένες θαλάσσιες περιοχές για να επισημαίνει κινδύνους και να διευκολύνει τη ναυσιπλοΐα, αλλ. πυρσωρίδα, κν. καραβοφάναρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρος (Ι) +… … Dictionary of Greek
Μαλιακός κόλπος — Κόλπος της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ανάμεσα στη Φθιώτιδα και στη Λοκρίδα. Είναι γεωλογικό δημιούργημα του ρήγματος το οποίο σχημάτισε και τον Ευβοϊκό κόλπο. Αρχίζει από τα ακρωτήρια Καραβοφάναρο και Χιλιομίλι, στο εσωτερικό του σχηματίζονται… … Dictionary of Greek
φαρόπλοιο — το πλωτός φάρος ή φανός στο κατάρτι παλιού πλοίου ή σχεδίας, που είναι αγκυροβολημένα σε αβαθή ή κοντά σε υφάλους, για να προφυλάγουν τα πλεούμενα από προσαράξεις, το καραβοφάναρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)